πτερύγια

πτερύγια
Όργανα κυρίως σταθεροποιητικά, με τα οποία είναι προικισμένα τα ψάρια. Τα άρτια π. αντιστοιχούν με τα 2 ζεύγη των άκρων των άλλων σπονδυλωτών· γενικά υπάρχουν 2 στηθαία π. και 2 κοιλιακά· μερικές φορές τα δεύτερα και σπανιότερα τα πρώτα μπορούν να λείπουν. Τα περιττά π. που βρίσκονται στο επίπεδο συμμετρίας του ζώου είναι: ένα ή περισσότερα ραχιαία, ένα ή περισσότερα πρωκτικά και ένα ουραίο. Και αυτά τα π. μπορούν να είναι περιορισμένα κατά ποικίλους τρόπους· σε κάποια ψάρια λείπει το ουραίο πτερύγιο και σε άλλα το πρωκτικό· σε μερικά είδη υπάρχει ένα μοναδικό περιττό π., που από τον πρωκτό εκτείνεται μέχρι τη ράχη συμπεριλαμβανομένης της ζώνης της ουράς. Και τα άρτια και τα περιττά π. αποτελούνται από ένα σκελετό, τα στοιχεία του οποίου –κεράτινα, οστέινα ή χόνδρινα, ανάλογα με τα είδη και τα π.– προέρχονται κατά ένα μέρος από το δέρμα και κατά ένα μέρος είναι βυθισμένα στους μυς. Το ουραίο πτερύγιο, που σε σχέση με τα άλλα η λειτουργία του είναι κυρίως προωστική, βρίσκεται στο ακραίο τμήμα της σπονδυλικής στήλης· το π. αυτό έχει διάφορες ονομασίες ανάλογα με το σχήμα του. Ο σκελετός των αρτίων π. συμπληρώνεται αντίστοιχα από την ωμική ζώνη για τα στηθαία και από τη ζώνη της πυέλου για τα κοιλιακά π. Με τον όρο πτερύγια αναφέρονται επίσης μερικές φορές, τα προσαρμοσμένα για την κολύμβηση άκρα και άλλοι σχηματισμοί, που εμφανίζονται στα κητώδη, στα πτερυγιόποδα, στους σειρηνίδες και στις θαλάσσιες χελώνες. Πτερύγια οστεϊχθύδων: πάνω, του polypterus bichir με τη σχετική ωμική ζώνη· κάτω, του neoceratodus forster.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πτερύγια — πτερύγιον anything like a wing. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερύγι' — πτερύγια , πτερύγιον anything like a wing. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… …   Dictionary of Greek

  • έλικα — Σπειροειδής γραμμή· γενικότερα καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς. (Γεωμ.) Κάθε καμπύλη επάνω σε μια κυλινδρική επιφάνεια S, που έχει την ιδιότητα να τέμνει κάθε γενέτειρα της επιφάνειας S κατά την ίδια πάντοτε γωνία (σταθερογώνια τροχιά των… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοκινητήρας — Διάταξη που εκμεταλλεύεται την κινητική ενέργεια του ανέμου για ποικίλους σκοπούς, όπως για να περιστρέφονται οι μυλόπετρες μύλου ή ελαιοτριβείου, για το ανέβασμα νερού, για την κίνηση γεννήτριας με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.… …   Dictionary of Greek

  • διατοίχιση — Κίνηση ταλάντωσης ενός πλωτού μέσου γύρω από τον διαμήκη κεντροβαρικό άξονά του, η οποία γίνεται με διαδοχική ανύψωση και καταβύθιση των πλευρών ως προς την κανονική θέση τους. Ονομάζεται και μπότζι. Στα πλοία η δ. οφείλεται στην εναλλαγή μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • ιπτάμενο πλοίο — Σκάφος του οποίου η καρίνα ανυψώνεται κατά τον πλου από το νερό, εξαιτίας υδροδυναμικού φαινομένου, το οποίο οφείλεται σε ένα είδος επιπέδων, που μοιάζουν με πτερύγια και μένουν κατά ένα μέρος βυθισμένα στο νερό. Το ι.π. μπορεί να αναπτύξει… …   Dictionary of Greek

  • PTERYGIA — Graece Πτερύγια, quae et πτέρυγες et πτερὰ, sunt anguli vestium, αἱ γωνίαι alias. Hesych. Θετταλικὰ πτερὰ, τοῦτο εἴρηται διὰ τὸ πτέρυγας ἔχειν τὰς θετταλικὰς χλαμύδας. πτέρυγες δὲ καλοῦνται αἱ ἑκατέρωθεν γωνίαι, διὰ τὸ ἐοικέναι πτερυξι. Cuiusmodi …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”